Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσικάλι — το, Ν βλ. τσουκάλι … Dictionary of Greek
τσουκάλι — και τσικάλι, το, Ν 1. πήλινη ή και μεταλλική χύτρα 2. ουροδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. zucca] … Dictionary of Greek